- ἀγχιτέλεστος
- ἀγχι-τέλεστος, ἀγχι-τελής, der Erfüllung nahe
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αγχιτέλεστος — ἀγχιτέλεστος, ον (Α) αυτός που πλησιάζει προς το τέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + τελῶ] … Dictionary of Greek